- λοπάς
- λοπάςflat dishfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λοπάς — η (Α λοπάς, άδος) πήλινο αβαθές και ανοιχτό σκεύος φαγητού, πιατέλα αρχ. 1. το τηγάνι 2. είδος χύτρας 3. η σορός 4. ασθένεια τής ελιάς 5. ασθένεια από την οποία σαπίζουν οι ρίζες τής συκιάς 6. είδος οστρακοδέρμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέπω «ξεφλουδίζω» … Dictionary of Greek
Εὗρεν ἡ λοπὰς τό πῶμα. — εὗρεν ἡ λοπὰς τό πῶμα. См. По Сеньке шапка … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
λοπάδα — λοπάς flat dish fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοπάδας — λοπάς flat dish fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοπάδες — λοπάς flat dish fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοπάδι — λοπάς flat dish fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοπάδος — λοπάς flat dish fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοπάδων — λοπάς flat dish fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοπάσι — λοπάς flat dish fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοπάσιν — λοπάς flat dish fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)